émotion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: emotion

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

émotion < esmotion < émouvoir

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.mo.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
émotion émotions

émotion (fr) θηλυκό

  1. η συγκίνηση
  2. το συναίσθημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]