énergie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]énergie < λατινικά energia < αρχαία ελληνική ἐνέργεια
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
énergie | énergies |
énergie (fr) θηλυκό
- η ενέργεια