épreuve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épreuve épreuves

épreuve (fr) θηλυκό

  1. το δοκίμιο
    il doit rendre son épreuve dans un mois - πρέπει να δώσει το δοκίμιό σε έναν μήνα
  2. η δοκιμασία
    tu dois passer trois épreuves - πρέπει να ξεπεράσεις τρεις δοκιμασίες
  3. το διαγώνισμα
    vous avez trois heures pour rendre votre épreuve - έχετε τρεις ώρες για να δώσετε το διαγώνισμά σας
  4. το βάσανο, η φουρτούνα, η ταλαιπωρία
    il a traversé plusieurs épreuves dans sa vie - πέρασε πολλά βάσανα / πολλές φουρτούνες στη ζωή του
  5. η βάσανος
  6. το πάθημα
  7. η κακουχία