étourdissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
étourdissement | étourdissements |
étourdissement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
étourdissement | étourdissements |
étourdissement (fr) αρσενικό