évangéliste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
évangéliste évangélistes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

évangéliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό