überqueren

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

überqueren (de)

wir müssen die Straße überqueren - πρέπει να διασχίσουμε το δρόμο