ıstakoz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ıstakoz < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική αστακός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɯs.tɑˈkɔz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ıstakoz (tr)