Łuk.

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Łuk. (pl) αρσενικό

  • λεξικογραφική συντομογραφία για το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: Λκ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]