łza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]łza < πρωτοσλαβική slьza
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]łza (pl) θηλυκό
- το δάκρυ
łza < πρωτοσλαβική slьza
łza (pl) θηλυκό