ŝafidaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝafidaĵo | ŝafidaĵoj |
αιτιατική | ŝafidaĵon | ŝafidaĵojn |
ŝafidaĵo (eo)
- αρνί, το αρνίσιο κρέας