țară

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

țară (ro) θηλυκό

  1. το χώμα, η γη
  2. η χώρα, το κράτος