ΑΕΠ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΑΕΠ < :
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Α.Ε.Π. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
- ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν
- θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο, η Ανώτατη Εκπαιδευτική Περιφέρεια και η Ανωτάτη Επιτροπή Προμηθειών