Αγιουτάντης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αγιουτάντης < ιταλική aiutante (βοηθός / υπασπιστής)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αγιουτάντης αρσενικό