Ανδαλουσιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανδαλουσιανός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ανδαλουσιανός οι Ανδαλουσιανοί
      γενική του Ανδαλουσιανού των Ανδαλουσιανών
    αιτιατική τον Ανδαλουσιανό τους Ανδαλουσιανούς
     κλητική Ανδαλουσιανέ Ανδαλουσιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ανδαλουσιανός < Ανδαλουσί(α) + -ανός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.ða.lu.si.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αν‐δα‐λου‐σι‐α‐νός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ανδαλουσιανός αρσενικό (θηλυκό Ανδαλουσιανή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Ανδαλουσία