Βάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βάθεια | οι | Βάθειες |
γενική | της | Βάθειας | των | Βαθειών |
αιτιατική | τη | Βάθεια | τις | Βάθειες |
κλητική | Βάθεια | Βάθειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βάθεια < βαθύς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈva.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βά‐θει‐α
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βάθεια θηλυκό
- χωριό της Λακωνίας
- Άνω Βάθεια: χωριό της Εύβοιας
- (παρωχημένο) Κάτω Βάθεια: πόλη της Εύβοιας, πρώην ονομασία της Αμαρύνθου[1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)