Βάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βάτος, βατός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάτος οι Βάτοι
      γενική του Βάτου των Βάτων
    αιτιατική τον Βάτο τους Βάτους
     κλητική Βάτο
& Βάτε
Βάτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βάτος < βάτος ή λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βάτος αρσενικό (θηλυκό Βάτου)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]



Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βάτος αρσενικό