Βασιλεύουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βασιλεύουσα < αρχαία ελληνική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής ενεστώτα βασιλεύων, του ρήματος βασιλεύω

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βασιλεύουσα θηλυκό

  • η Κωνσταντινούπολη, ως πρωτεύουσα της ενιαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και κατόπιν της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]