ΓΔ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΓΔ < :
- Γενική Διεύθυνση
- Γενικός Διευθυντής
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Γ.Δ. αρκτικόλεξο
- θηλυκό άκλιτο υπηρεσία ενός θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- αρσενικό άκλιτο ο προϊστάμενος μιας από τις προηγούμενες υπηρεσίες