Θεοκλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θεοκλής | οι | Θεοκλείς & Θεοκλήδες ** |
γενική | του | Θεοκλή & Θεοκλέους * |
των | Θεοκλέων & Θεοκλήδων |
αιτιατική | τον | Θεοκλή | τους | Θεοκλείς & Θεοκλήδες |
κλητική | Θεοκλή | Θεοκλείς & Θεοκλήδες | ||
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Θεοκλής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θεοκλῆς < θεού κλέος (ανδραγάθημα, δόξα) (-κλής), ο δοξάζων με τα έργα του τον θεό
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Θεοκλής αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Θεοκλής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Περικλής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα με επίθημα -κλής (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)