Κατοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κατοχή | ||
γενική | της | Κατοχής | ||
αιτιατική | την | Κατοχή | ||
κλητική | Κατοχή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κατοχή < κατοχή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κατοχή θηλυκό στον ενικό
- περίοδος, κατά τη διάρκεια ή στο τέλος μιας πολεμικής συμπλοκής, κατά την οποία ένα κράτος βρίσκεται υπό τις δυνάμεις ενός άλλου χωρίς να προσαρτηθεί σ' αυτό
- (ειδικότερα, ελληνική ιστορία) η περίοδος 1941-1944 κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν υπό τη στρατιωτική κατοχή των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κατοχή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατοχή