Κεϋλάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κεϋλάνη < αγγλική Ceylon < πορτογαλική Ceilão < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από την αρχαία ελληνική Σελεδίβα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κεϋλάνη θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κεϋλάνη στη Βικιπαίδεια