Κηφισία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κηφισιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κηφισί αἱ Κηφισίαι
      γενική τῆς Κηφισίᾱς τῶν Κηφισιῶν
      δοτική τῇ Κηφισί ταῖς Κηφισίαις
    αιτιατική τὴν Κηφισίᾱν τὰς Κηφισίᾱς
     κλητική ! Κηφισί Κηφισίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κηφισί
γεν-δοτ τοῖν  Κηφισίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κηφισία < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κηφισία θηλυκό