Κοράνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κοράνι | τα | Κοράνια |
γενική | του | Κορανιού | των | Κορανιών |
αιτιατική | το | Κοράνι | τα | Κοράνια |
κλητική | Κοράνι | Κοράνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. Δείτε και την κλίση στο Κοράνιο(ν). | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κοράνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοράνι(ν) < αραβική القرآن (al-qurʾān, το Κοράνιο) < قرآن (qurʾān, διάβασμα)< قرأ (qaraʾa, διαβάζω) < ρίζα ق ر ء (q-r-ʾ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Κοράνι ουδέτερο
- (ισλαμισμός) άλλη μορφή του Κοράνιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κοράνι
→ δείτε τη λέξη Κοράνιο |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)