ΝΑ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΝΑ < νοτιανατολικός, με κεφαλαία, κατά το αγγλικό SE, South East
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΝΑ συντομογραφία χωρίς τελείες
- (επίθετο) νοτιοανατολικός, νοτιοανατολική, νοτιοανατολικό
- (επίρρημα) νοτιοανατολικά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- προσανατολισμός: ΝΑ, ΝΔ, ΒΑ, ΒΔ
Επίσης
- Ν.Α. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση)