ΝΚ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ΝΚ < Ναύσταθμος Κρήτης
ΝΚ < Ναυτικό Κλιμάκιο

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

ΝΚ αρσενικό, ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Ο Ν.Κ. είναι ο δεύτερος ναύσταθμος του ελληνικού πολεμικού ναυτικού
  • Τα Ν.Κ. είναι ουσιαστικά παρατηρητήρια με ορισμένη γεωγραφική αρμοδιότητα