Παμπόροβο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παμπόροβο < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική Пампорово
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παμπόροβο ουδέτερο άκλιτο
- πόλη της Βουλγαρίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Παμπόροβο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Παμπόροβο
|