Συμβιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Συμβιώτης οἱ Συμβιῶται
      γενική τοῦ Συμβιώτου τῶν Συμβιωτῶν
      δοτική τῷ Συμβιώτ τοῖς Συμβιώταις
    αιτιατική τὸν Συμβιώτην τοὺς Συμβιώτᾱς
     κλητική ! Συμβιῶτ Συμβιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Συμβιώτ
γεν-δοτ τοῖν  Συμβιώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Συμβιώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Συμβιώτης αρσενικό