Σώνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Σώνος
      γενική του Σώνου
    αιτιατική τον Σώνο
     κλητική Σώνε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σώνος < (καθαρεύουσα) Σῶνος < προσαρμοσμένο λόγιο δάνειο από τη γαλλική Saône (προφορά /son/) + -ος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σώνος αρσενικό, μόνο στον ενικό