Σώνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σώνος | ||
γενική | του | Σώνου | ||
αιτιατική | τον | Σώνο | ||
κλητική | Σώνε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σώνος < (καθαρεύουσα) Σῶνος < προσαρμοσμένο λόγιο δάνειο από τη γαλλική Saône (προφορά /son/) + -ος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σώνος αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) ο Σον, ποταμός της Γαλλίας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια - τοπωνύμια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ποταμοί της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Ποταμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)