Τραπεζουνταίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τραπεζουνταίος < Τραπεζούντα + -αίος [1]</ref>
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τραπεζουνταίος αρσενικό (θηλυκό Τραπεζουνταία)
- (πατριδωνυμικό) που διαμένει στην Τραπεζούντα ή κατάγεται από εκεί· ο Τραπεζούντιος
- ※ Ένας Τραπεζουνταίος έναν πρωί, μοθοπώρτς πα έτον, […] (Άννα Μαυροπούλου-Βαφειάδου, «Δυο ποντιακές ιστορίες», Αρχείον Πόντου 38 (1984), σ. 652)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Τραπεζουνταίον (προφορικό, άκλιτο) (Χρειάζεται εξήγηση: Για ποια πτώση? γένος?) [2]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «-αίος» στο: Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, διαθέσιμο στον ιστότοπο repository.academyofathens.gr (πρόσβαση: 2020-10-23).
- ↑ Πρβ. Άννα Μαυροπούλου-Βαφειάδου, «Δυο ποντιακές ιστορίες», Αρχείον Πόντου 38 (1984), σ. 653.