Τραπεζουνταίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τραπεζουνταίος < Τραπεζούντα + -αίος [1]</ref>

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τραπεζουνταίος αρσενικό (θηλυκό Τραπεζουνταία)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «-αίος» στο: Ιστορικόν λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, διαθέσιμο στον ιστότοπο repository.academyofathens.gr (πρόσβαση: 2020-10-23).
  2. Πρβ. Άννα Μαυροπούλου-Βαφειάδου, «Δυο ποντιακές ιστορίες», Αρχείον Πόντου 38 (1984), σ. 653.