Τρινέμεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τρινέμεια
      γενική της Τρινέμειας
    αιτιατική την Τρινέμεια
     κλητική Τρινέμεια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τρινέμεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Τρινέμεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾiˈne.mi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρι‐νέ‐μει‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τρινέμεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Τρινέμει
      γενική τῆς Τρινεμείᾱς
      δοτική τῇ Τρινεμεί
    αιτιατική τὴν Τρινέμειᾰν
     κλητική ! Τρινέμει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τρινέμεια < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τρινέμεια θηλυκό