Χρήστης:Flyax/2015/κόλπος
< Χρήστης:Flyax | 2015
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1 (κοιλότητα)
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
κόλπος αρσενικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόλπος | οι | κόλποι |
γενική | του | κόλπου | των | κόλπων |
αιτιατική | τον | κόλπο | τους | κόλπους |
κλητική | κόλπε | κόλποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόλπος < αρχαία ελληνική Flyax/2015/κόλπος
Προφορά[επεξεργασία]
Ορισμoί [επεξεργασία]
- (γεωγραφία) σχηματισμός της ακτογραμμής, η κοιλότητα που η θάλασσα εισδύει στην ξηρά
- η Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου
- η αγκαλιά, ο κόρφος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος
- ((μεταφορικά), στον πληθυντικό) το εσωτερικό ενός οργανισμού, μιας ομάδας, το άμεσο περιβάλλον
- η οικογένεια τον ξαναδέχτηκε στους κόλπους της
- (ανατομία) εσωτερική κοιλότητα του σώματος, κυρίως, της καρδιάς
- αριστερός κόλπος της καρδιάς
- (γυναικολογία) η κοιλότητα των γυναικείων γεννητικών οργάνων, μεταξύ της μήτρας και του αιδοίου, που, κατά τη συνουσία, υποδέχεται το πέος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωγραφικός όρος
|
γυναικολογία: τμήμα των γεννητικών οργάνων
|
Ουσιαστικό 2 (συμφόρηση)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Flyax/2015/κόλπος αρσενικό
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Flyax/2015/κόλπος < ιταλική colpo
Προφορά[επεξεργασία]
Ορισμoί [επεξεργασία]
- εγκεφαλικό, αποπληξία, συμφόρηση
- ταραχή από μεγάλη έκπληξη, ξάφνιασμα
- του ήρθε κόλπος όταν άκουσε τα νέα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μού 'ρχεται κόλπος → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
- μου ήρθε κόλπος → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό (κοιλότητα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόλπος αρσενικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόλπος | οἱ | κόλποι |
γενική | τοῦ | κόλπου | τῶν | κόλπων |
δοτική | τῷ | κόλπῳ | τοῖς | κόλποις |
αιτιατική | τὸν | κόλπον | τοὺς | κόλπους |
κλητική ὦ! | κόλπε | κόλποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόλπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κόλποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |