άγραφος νόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]άγραφος νόμος
- (νομικός όρος) κανόνας, ή σύνολο κανόνων δικαίου, που διαμορφώθηκε μετά από αδιάκοπη, μακροχρόνια και ομοιόμορφη εφαρμογή και επιβλήθηκε κατ' αποδοχή από ένα λαό ή μέρους κοινωνίας, ή επαγγελματικού χώρου, με την συνείδηση της δέσμευσης, χωρίς να τίθεται υποχρεωτικά από την Πολιτεία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άγραφος νόμος
|