άισμπεργκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άισμπεργκ < αγγλική iceberg lettuce

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άισμπεργκ ουδέτερο άκλιτο