άλμα επί κοντώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλμα επί κοντώ | τα | άλματα επί κοντώ |
γενική | του | άλματος επί κοντώ | των | αλμάτων επί κοντώ |
αιτιατική | το | άλμα επί κοντώ | τα | άλματα επί κοντώ |
κλητική | άλμα επί κοντώ | άλματα επί κοντώ | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]άλμα επί κοντώ ουδέτερο και επί κοντώ
- (αθλητισμός) αγώνισμα του στίβου στο οποίο ο αθλητής χρησιμοποιεί ένα κοντάρι για να πηδήξει πάνω από μια οριζόντια δοκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άλμα επί κοντώ
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)