άλογα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄλογα, αλόγα, αλογά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.lo.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐λο‐γα
τονικά παρώνυμα: η αλόγα, του αλογά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
άλογα < άλογ(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

άλογα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
άλογα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

άλογα ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

άλογα