άμβλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άμβλωμα < ελληνιστική κοινή ἄμβλωμα < αρχαία ελληνική ἀμβλύς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άμβλωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του εξάμβλωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άμβλωμα
|