άρβυκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άρβυκας | οι | άρβυκες |
γενική | του | άρβυκα | των | αρβύκων |
αιτιατική | τον | άρβυκα | τους | άρβυκες |
κλητική | άρβυκα | άρβυκες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρβυκας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άρβυκας αρσενικό
- το φυτό ασφόδελος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ασφόδελος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άρβυκας
→ δείτε τη λέξη ασφόδελος |