άσπρουγας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άσπρουγας < άσπρο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άσπρουγας αρσενικό

  • Άγονο χώμα άσπρου χρώματος.
Ο τόπος είναι γεμάτος άσπρουγα.


Μεταφράσεις[επεξεργασία]