άφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άφημα | τα | αφήματα |
γενική | του | αφήματος | των | αφημάτων |
αιτιατική | το | άφημα | τα | αφήματα |
κλητική | άφημα | αφήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άφημα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφήνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άφημα
|