έπακρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έπακρο | τα | έπακρα |
γενική | του | επάκρου & έπακρου |
των | επάκρων |
αιτιατική | το | έπακρο | τα | έπακρα |
κλητική | έπακρο | έπακρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έπακρο < αρχαία ελληνική ἔπακρος < ἐπί +ἄκρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έπακρο ουδέτερο
- το ακρότατο σημείο
- στο έπακρο: στον μέγιστο βαθμό