έφεδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έφεδρος | οι | έφεδροι |
γενική | του | εφέδρου & έφεδρου |
των | εφέδρων |
αιτιατική | τον | έφεδρο | τους | εφέδρους & έφεδρους |
κλητική | έφεδρε | έφεδροι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έφεδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔφεδρος (τοποθετημένος για ενίσχυση) < ἐπί έφ-) + -εδρος (ἕδρ(α))
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.fe.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐φε‐δρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έφεδρος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο στρατιώτης ή βαθμοφόρος που δεν ανήκει στο στρατό σε καιρό ειρήνης, αλλά καλείται στα όπλα σε περίπτωση ανάγκης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έφεδρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έφ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εδρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)