αγέρανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγέρανος < αρχαία ελληνική γέρανος → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγέρανος αρσενικό
- (χορός) μικτός χορός των Κυκλάδων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγέρανος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)