αγγελιόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγελιόσημο | τα | αγγελιόσημα |
γενική | του | αγγελιόσημου & αγγελιοσήμου |
των | αγγελιόσημων & αγγελιοσήμων |
αιτιατική | το | αγγελιόσημο | τα | αγγελιόσημα |
κλητική | αγγελιόσημο | αγγελιόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγελιόσημο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγελιόσημο
|