αγοραλογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγοραλογία < αγορά + -λογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική marketing)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγοραλογία θηλυκό
- (οικονομία) (νεολογισμός) το μάρκετινγκ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγοραλογία
|