αγρωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγρωνύμιο | τα | αγρωνύμια |
γενική | του | αγρωνύμιου & αγρωνυμίου |
των | αγρωνύμιων & αγρωνυμίων |
αιτιατική | το | αγρωνύμιο | τα | αγρωνύμια |
κλητική | αγρωνύμιο | αγρωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγρωνύμιο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣɾoˈni.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρω‐νύ‐μι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγρωνύμιο ουδέτερο
- τοπωνύμιο ενός αγρού ή, γενικότερα, μιας αγροτικής τοποθεσίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγρωνύμιο
|