αγωγιαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγωγιαστήριο < αγωγιάτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγωγιαστήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος), (εμπορικός όρος): έγγραφο που συντάσσεται μεταξύ αγωγιάτη και αποστολέα για μεταφορά εμπορευμάτων, υπό μορφή φορτωτικής.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγωγιαστήριο
|