αγωγιμόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγωγιμόμετρο < αγωγιμότητα / αγώγιμος + -ο- + μέτρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική conductometer)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγωγιμόμετρο ουδέτερο
- όργανο που μετρά την (ηλεκτρική) αγωγιμότητα του εδάφους, δηλαδή την ποσότητα της ύπαρξης αλάτων και θρεπτικών συστατικών στο έδαφος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγωγιμόμετρο