αδρότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδρότητα οι αδρότητες
      γενική της αδρότητας των αδροτήτων
    αιτιατική την αδρότητα τις αδρότητες
     κλητική αδρότητα αδρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδρότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἁδρότης[1] (δείτε και ελληνιστική κοινή ἁδροτής / ἁδρότης) Συγχρονικά αναλύεται σε αδρό(ς) + -ότητα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈðɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δρό‐τη‐τα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αδρότητα θηλυκό

  1. δύναμη
    είναι γνωστός για την αδρότητα της σκέψης του
  2. πυκνότητα
  3. αφθονία
  4. μεστότητα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αδρότηταΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας