αεριοκίνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεριοκίνηση οι αεριοκινήσεις
      γενική της αεριοκίνησης* των αεριοκινήσεων
    αιτιατική την αεριοκίνηση τις αεριοκινήσεις
     κλητική αεριοκίνηση αεριοκινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεριοκινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεριοκίνηση (νεολογισμός)[1] < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεριοκίνηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 13, έτος 2015, ISSN: 1106‑8027