αεροβική αναπνοή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αεροβική αναπνοή θηλυκό
- (βιολογία): τύπος κυτταρικής αναπνοής που απαιτεί οξυγόνο.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αεροβική αναπνοή
|